- ἁθροιζόμενα
- ἀθροίζωgather togetherpres part mp neut nom/voc/acc pl (attic)ἁθροϊζόμενα , ἀθροίζωgather togetherpres part mp neut nom/voc/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀθροιζόμενα — ἀθροίζω gather together pres part mp neut nom/voc/acc pl ἀθροϊζόμενα , ἀθροίζω gather together pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροιζομένας — ἀθροιζομένᾱς , ἀθροίζω gather together pres part mp fem acc pl ἀθροιζομένᾱς , ἀθροίζω gather together pres part mp fem gen sg (doric aeolic) ἀθροϊζομένᾱς , ἀθροίζω gather together pres part mp fem acc pl ἀθροϊζομένᾱς , ἀθροίζω gather together … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνασφάλιση — η, Ν [συνασφαλίζω] ασφάλιση κατά την οποία το ίδιο ασφαλιστικό συμφέρον μπορεί να ασφαλιστεί σε περισσότερους ασφαλιστές αν η μία ασφάλιση συμπληρώνει την άλλη, δηλαδή τα ασφαλιστικά τους ποσά, αθροιζόμενα, δεν υπερβαίνουν την ασφαλιστική αξία … Dictionary of Greek